Greek Meaning of mutilator
Ακρωτηριαστής
Other Greek words related to Ακρωτηριαστής
- ανάπηρος
- ζημιά
- απενεργοποίηση
- ανικανόποιω
- τραυματίζω
- ουλή
- πληγή
- ρυθμός
- Μώλωπας
- παραμορφώνω
- διαμελίζω
- χτύπημα
- πόνος
- βλάπτω
- σκίζω
- χωλός
- τσαλακώνω
- μαυλί
- παραλύω
- μπανγκ
- bash
- Ζύμη
- ζώνη
- ρόπαλο
- κουτί
- Σπάω
- Μπουφές
- μαστίγιο
- αίμα
- σφυρί
- Μηριαίοι τένοντες
- βλάβη
- Λαγκάς
- Επίγονατίδα
- Δαντέλα
- λοιδορώ
- επικρίνω
- Μάστιγα
- φόνος
- επικόλληση
- Γούνα
- λίρα
- χτυπάω
- γροθιά
- Χαστούκι
- χαστούκι
- συντρίβω
- κάλτσα
- Ξύλο
- SWAT
- σάρωση
- θράσι
- κτύπημα
- μαρτύριο
- Βασανιστήρια
- χτύπημα
- μαστίγιο
- Φτερό
- φράζω
- τραχύς (πάνω)
Nearest Words of mutilator
Definitions and Meaning of mutilator in English
mutilator (n)
a person who mutilates or destroys or disfigures or cripples
mutilator (n.)
One who mutilates.
FAQs About the word mutilator
Ακρωτηριαστής
a person who mutilates or destroys or disfigures or cripplesOne who mutilates.
ανάπηρος,ζημιά,απενεργοποίηση,ανικανόποιω,τραυματίζω,ουλή,πληγή,ρυθμός,Μώλωπας,παραμορφώνω
θεραπεία,επισκευή,θεραπεύω,τσιρότο,αποκαθιστώ,φάρμακο,επαναφορά,ανανεώνω,Επισκευή,γιατρός
mutilation => ακρωτηριασμός, mutilated => ακρωτηριασμένο, muticous => άκανθος, mutic => σιωπηλός, mutessarifat => μουτεσαριφάτο,