Greek Meaning of maimed

ακρωτηριασμένος

Other Greek words related to ακρωτηριασμένος

Definitions and Meaning of maimed in English

Wordnet

maimed (n)

people who are wounded

Wordnet

maimed (s)

having a part of the body crippled or disabled

Webster

maimed (imp. & p. p.)

of Maim

FAQs About the word maimed

ακρωτηριασμένος

people who are wounded, having a part of the body crippled or disabledof Maim

εξετάζω,ανάπηρος,ανάπηρος,ακρωτηριασμένο,σταματώ,κουτσός,εξασθενημένος,ανίκανος,χωλός,κουτσός

υγιής,υγιής,ήχος,καλά,ολόκληρος,κατάλληλο,γενναιόδωρος,robust,υγιής

mailsorter => ταχυδρομικός διαλογέας, mail-shell => Κέλυφος αλληλογραφίας, mail-order buying => Αγορά μέσω ταχυδρομείου, mailman => ταχυδρόμος, maillot => Μαγιό,