Greek Meaning of maimedly
Αναπηρικός
Other Greek words related to Αναπηρικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of maimedly
- maimed => ακρωτηριασμένος
- mailsorter => ταχυδρομικός διαλογέας
- mail-shell => Κέλυφος αλληλογραφίας
- mail-order buying => Αγορά μέσω ταχυδρομείου
- mailman => ταχυδρόμος
- maillot => Μαγιό
- maillol => Maillol
- mailing-card => ταχυδρομική κάρτα
- mailing list => λίστα αλληλογραφίας
- mailing address => ταχυδρομική διεύθυνση
Definitions and Meaning of maimedly in English
maimedly (adv.)
In a maimed manner.
FAQs About the word maimedly
Αναπηρικός
In a maimed manner.
No synonyms found.
No antonyms found.
maimed => ακρωτηριασμένος, mailsorter => ταχυδρομικός διαλογέας, mail-shell => Κέλυφος αλληλογραφίας, mail-order buying => Αγορά μέσω ταχυδρομείου, mailman => ταχυδρόμος,