Greek Meaning of paralyzed

Παράλυτος

Other Greek words related to Παράλυτος

Definitions and Meaning of paralyzed in English

Wordnet

paralyzed (s)

affected with paralysis

Webster

paralyzed (imp. & p. p.)

of Paralyze

FAQs About the word paralyzed

Παράλυτος

affected with paralysisof Paralyze

ανάπηρος,Παράλυτος,εξετάζω,ανάπηρος,εξασθενημένος,ανίκανος,ακρωτηριασμένος,ακρωτηριασμένο,Αδύναμος,εξασθενημένος

υγιής,υγιής,ήχος,καλά,ολόκληρος,κατάλληλο,γενναιόδωρος,robust,υγιής

paralyze => παραλύω, paralyzation => Παράλυση, paralytical => Παραλυτικός, paralytic abasia => Παραλυτική αβαδία, paralytic => Παράλυτος,