Greek Meaning of hale
υγιής
Other Greek words related to υγιής
- υγιής
- robust
- καλά
- υγιής
- ανάκαμψη
- κατάλληλο
- ανθεκτικός
- γενναιόδωρος
- ήχος
- δυνατός
- γερός
- ακμάζων
- ολόκληρος
- υγιεινός
- Σε φόρμα
- καλά προσαρμοσμένος
- ενεργός
- Ευέλικτος
- Εντάξει
- Εξωτερικός Ασθενής
- ανθισμένος
- χαρούμενος
- ακμάζων
- FLUSH
- καλός
- σκληρός
- Σίδηρος
- ζωηρός
- σφριγηλός
- ευημερούσα
- δεξιά
- ανώμαλος
- Ζωηρός
- ζωηρός
- σταθερός
- σκληρός
- ζωηρός
- Ζωτικός
- σε άψογη κατάσταση
- Σε καλή υγεία
- μη ανάπηρος
- αβλαβής
- άρρωστος
- ετοιμόρροπος
- άρρωστος
- εξασθενημένος
- Ασθενής
- εύθραυστος
- άρρωστος
- άρρωστος
- άρρωστος, -η, -ο
- άρρωστος
- ακατάλληλος
- ανθυγιεινός
- προβληματικός
- Αδύναμος
- αδύναμα
- εξετάζω
- ανάπηρος
- εξασθενημένος
- λεπτός
- ανάπηρος
- αδύνατος
- εύθραυστος
- αδύνατος
- ταλαιπωρημένος
- σταματώ
- ανίκανος
- χωλός
- υποσιτισμός
- ερειπωμένος
- άρρωστος
- εξασθενημένος
- Φθαρμένος
- Πλήττεται
- κακός
- φτωχά
- ανήσυχος
- Υποσιτισμένος
- Άτομα με αναπηρία
Nearest Words of hale
Definitions and Meaning of hale in English
hale (n)
a soldier of the American Revolution who was hanged as a spy by the British; his last words were supposed to have been `I only regret that I have but one life to give for my country' (1755-1776)
United States astronomer who discovered that sunspots are associated with strong magnetic fields (1868-1938)
prolific United States writer (1822-1909)
hale (v)
to cause to do through pressure or necessity, by physical, moral or intellectual means
draw slowly or heavily
hale (s)
exhibiting or restored to vigorous good health
hale (a.)
Sound; entire; healthy; robust; not impaired; as, a hale body.
hale (n.)
Welfare.
hale (v. t.)
To pull; to drag; to haul.
FAQs About the word hale
υγιής
a soldier of the American Revolution who was hanged as a spy by the British; his last words were supposed to have been `I only regret that I have but one life t
υγιής,robust,καλά,υγιής,ανάκαμψη,κατάλληλο,ανθεκτικός,γενναιόδωρος,ήχος,δυνατός
άρρωστος,ετοιμόρροπος,άρρωστος,εξασθενημένος,Ασθενής,εύθραυστος,άρρωστος,άρρωστος,άρρωστος, -η, -ο,άρρωστος
haldol => Αλοπεριδόλη, haldea striatula => Haldea striatula, haldea => Haldea, haldane => Χάλνταν, halcyonold => Παλαιόαλκυών,