Greek Meaning of differently abled

Άτομα με αναπηρία

Other Greek words related to Άτομα με αναπηρία

Definitions and Meaning of differently abled in English

differently abled

having a disability

FAQs About the word differently abled

Άτομα με αναπηρία

having a disability

εξετάζω,ανάπηρος,τυφλός,κωφός,Εξαιρετικός.,εξασθενημένος,άρρωστος,σταματώ,βαρήκοος,ακίνητος

υγιής,μη ανάπηρος,αβλαβής,καλά,ολόκληρος,υγιής,ικανός,ανάκαμψη,κατάλληλο,υγιής

differentiating => διαφοροποίηση, differentiability => Διαφορισιμότητα, differences => διαφορές, differed (from) => αναβλημένος (από), differ (over) => διαφοροποιώ (σε),