Greek Meaning of abled
ικανός
Other Greek words related to ικανός
Nearest Words of abled
Definitions and Meaning of abled in English
abled
capable of unimpaired function
FAQs About the word abled
ικανός
capable of unimpaired function
υγιής,μη ανάπηρος,αβλαβής,καλά,ολόκληρος,υγιεινός,ανάκαμψη,χαρούμενος,κατάλληλο,υγιής
εξετάζω,ανάπηρος,Εξαιρετικός.,εξασθενημένος,Ειδικές ανάγκες,Άτομα με αναπηρία,σταματώ,χωλός,Παράλυτος,Τετραπληγικός
able seamen => ικανοί ναυτικοί, abjures => αποκηρύσσει, abiding by => σύμφωνα με, abiding (beyond) => μόνιμος (πέρα από), abides => διαμένει,