FAQs About the word abled

ικανός

capable of unimpaired function

υγιής,μη ανάπηρος,αβλαβής,καλά,ολόκληρος,υγιεινός,ανάκαμψη,χαρούμενος,κατάλληλο,υγιής

εξετάζω,ανάπηρος,Εξαιρετικός.,εξασθενημένος,Ειδικές ανάγκες,Άτομα με αναπηρία,σταματώ,χωλός,Παράλυτος,Τετραπληγικός

able seamen => ικανοί ναυτικοί, abjures => αποκηρύσσει, abiding by => σύμφωνα με, abiding (beyond) => μόνιμος (πέρα ​​από), abides => διαμένει,