Greek Meaning of aborning
γέννηση
Other Greek words related to γέννηση
Nearest Words of aborning
Definitions and Meaning of aborning in English
aborning
being born or produced, while being born or produced
FAQs About the word aborning
γέννηση
being born or produced, while being born or produced
πρώτο,εναρκτήριος,αρχικός,nascent,φύτρωμα,στοιχειώδης,εμβρυϊκός,διαμορφωτικός,Αρχικός,εναρκτήριος
ενήλικας,ανεπτυγμένη,εξελιγμένος,ψηλότερος,Ώριμος,ώριμος,ώριμο,προηγμένος,πλήρης,πλήρης
aboriginals => αυτόχθονες, abominations => Αποτρόπαια, abolishes => καταργεί, aboil => βράζει, abodes => κατοικίες,