Greek Meaning of rudimentary
ρουτινικός
Other Greek words related to ρουτινικός
- πρωτόγονος
- αρχαίος
- ξεπερασμένος
- βασικός
- ακατέργαστος
- νωρίς
- Χαμηλός
- παρωχημένος
- παλιό
- απλός
- ηλικιωμένοι
- προκατακλυσμιαίος
- αντίκα
- οπισθοδρομικός
- χρονολογημένος
- εμβρυϊκός
- πολιός
- οικιακός
- χειροποίητος
- μουχλιασμένο
- παλιομοδίτικος
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένο
- παρελθόν
- πρωτόγονος
- πρωταρχικός
- γραφικό
- Αγενής
- απλός
- Υπανάπτυκτο
- ανεπτυγμένο
- Αγέλαστος
- φθαρμένος
- προηγμένος
- σύνθετος
- περίπλοκος
- ανεπτυγμένη
- εξελιγμένος
- υψηλός
- ψηλότερος
- σύνθετο
- αργά
- εκλεπτυσμένος
- πολιτισμένος
- Σύγχρονο
- τρέχων
- διαφωτισμένος
- ενήλικας
- εμπλεκόμενος
- Ώριμος
- ώριμος
- μοντέρνος
- νέος
- τελειοποιημένος
- εκλεπτυσμένος
- ώριμος
- ώριμο
- Καλλιεργούμενος
- πλήρης
- τελευταίος
- Mod
- μοντερνιστικός
- καινούργιος
- μυθιστόρημα
- τώρα
- σύγχρονος
- Τελευταίας τεχνολογίας
- υπερσύγχρονο
- Ενημερωμένος
Nearest Words of rudimentary
- rudiments => θεμελιώδη στοιχεία
- rudish => ερυθρός
- rudistes => Ρουδίστες
- rudity => αγένεια
- rudmasday => Θεοφάνεια
- rudolf bultmann => Ρούντολφ Μπούλτμαν
- rudolf christian karl diesel => Ρούντολφ Κρίστιαν Καρλ Ντίζελ
- rudolf diesel => Ρούντολφ Ντίζελ
- rudolf hess => Ρούντολφ Ες
- rudolf karl bultmann => Ρούντολφ Καρλ Μπολτμάν
Definitions and Meaning of rudimentary in English
rudimentary (s)
being or involving basic facts or principles
being in the earliest stages of development
not fully developed in mature animals
rudimentary (a.)
Of or pertaining to rudiments; consisting in first principles; elementary; initial; as, rudimental essays.
Very imperfectly developed; in an early stage of development; embryonic.
FAQs About the word rudimentary
ρουτινικός
being or involving basic facts or principles, being in the earliest stages of development, not fully developed in mature animalsOf or pertaining to rudiments; c
πρωτόγονος,αρχαίος,ξεπερασμένος,βασικός,ακατέργαστος,νωρίς,Χαμηλός,παρωχημένος,παλιό,απλός
προηγμένος,σύνθετος,περίπλοκος,ανεπτυγμένη,εξελιγμένος,υψηλός,ψηλότερος,σύνθετο,αργά,εκλεπτυσμένος
rudimental => στοιχειώδης, rudiment => Ρούντι, rudesheimer => Ρούντεσхайμερ, rudesby => Αμαθής, ruderary => Ρουδεραίος,