Greek Meaning of rudimental

στοιχειώδης

Other Greek words related to στοιχειώδης

Definitions and Meaning of rudimental in English

Webster

rudimental (a.)

Rudimentary.

FAQs About the word rudimental

στοιχειώδης

Rudimentary.

βασικός,στοιχειώδης,θεμελιώδης,εισαγωγικός,ρουτινικός,βασικό,αρχή,Στοιχειώδης,ουσιαστικός,απλός

προηγμένος,σύνθετος,εκτεταμένος,εκλεπτυσμένος,περίπλοκος,λεπτομερής,περίτεχνος,εξελιγμένος,υψηλός,ψηλότερος

rudiment => Ρούντι, rudesheimer => Ρούντεσхайμερ, rudesby => Αμαθής, ruderary => Ρουδεραίος, rudenture => σύμβαση μαθητείας,