Greek Meaning of higher

ψηλότερος

Other Greek words related to ψηλότερος

Definitions and Meaning of higher in English

Wordnet

higher (s)

advanced in complexity or elaboration

of education beyond the secondary level

FAQs About the word higher

ψηλότερος

advanced in complexity or elaboration, of education beyond the secondary level

προηγμένος,εξελιγμένος,υψηλός,βελτιωμένη,ανεπτυγμένη,μορφωμένος,βελτιωμένο,μπροστά,αργά,μοντέρνος

οπισθοδρομικός,Χαμηλός,Χαμηλότερος,πρωτόγονος,νωρίς,Πράσινο,Ανώριμος,μη προοδευτικός,Αγενής,ρουτινικός

high-energy physics => φυσική υψηλών ενεργειών, high-energy => υψηλής ενέργειας, high-embowed => πολύ καμπυλωμένος, high-density lipoprotein => Λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας, high-definition television => Τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας,