Greek Meaning of higher
ψηλότερος
Other Greek words related to ψηλότερος
- προηγμένος
- εξελιγμένος
- υψηλός
- βελτιωμένη
- ανεπτυγμένη
- μορφωμένος
- βελτιωμένο
- μπροστά
- αργά
- μοντέρνος
- προοδευτικός
- εκλεπτυσμένος
- ηλικιωμένοι
- πολιτισμένος
- Σύγχρονο
- τρέχων
- διαφωτισμένος
- πλήρης
- πλήρης
- πλήρους κλίμακας
- ενήλικας
- τελευταίος
- Ώριμος
- ώριμος
- νέος
- μυθιστόρημα
- τώρα
- τελειοποιημένος
- πρόωρος
- σύγχρονος
- πρόσφατος
- ώριμος
- ώριμο
- πιο πρόσφατο
- οπισθοδρομικός
- Χαμηλός
- Χαμηλότερος
- πρωτόγονος
- νωρίς
- Πράσινο
- Ανώριμος
- μη προοδευτικός
- Αγενής
- ρουτινικός
- άγριος
- αγριος
- Υπανάπτυκτο
- μικρότερο από το κανονικό
- μικροκαμωμένος/η
- Ελλιποβαρής
- ανεπτυγμένο
- Αμόρφωτος
- Άγουρο
- Άγουρο
- προκατακλυσμιαίος
- ξεπερασμένος
- αντίκα
- χρονολογημένος
- εμβρυϊκός
- μπαγιάτικος
- βλαστικός
- πολιός
- μουχλιασμένο
- Νεάντερταλ
- Νεάντερταλ
- παρωχημένος
- παλιό
- παλιομοδίτικος
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένο
- παρελθόν
- πρωτόγονος
- πρωταρχικός
- φθαρμένος
Nearest Words of higher
- high-energy physics => φυσική υψηλών ενεργειών
- high-energy => υψηλής ενέργειας
- high-embowed => πολύ καμπυλωμένος
- high-density lipoprotein => Λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας
- high-definition television => Τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας
- high-crowned => ψηλόστεφανος
- high-colored => πολύχρωμος
- high-class => υψηλής ποιότητας
- high-churchman-ship => Ιεραρχικότητα
- high-churchman => ο άνθρωπος της υψηλής εκκλησίας
- higher cognitive process => ανώτερη γνωστική διεργασία
- higher criticism => υψηλότερη κριτική
- higher education => Ανώτατη εκπαίδευση
- higher law => Ανώτερος νόμος
- higher national diploma => Ανώτερο Εθνικό Δίπλωμα
- higher rank => ανώτερος βαθμός
- higher status => ανώτερη κατάσταση
- higher thought => ανώτερη σκέψη
- higher up => ψηλότερα
- highering => πρόσληψη
Definitions and Meaning of higher in English
higher (s)
advanced in complexity or elaboration
of education beyond the secondary level
FAQs About the word higher
ψηλότερος
advanced in complexity or elaboration, of education beyond the secondary level
προηγμένος,εξελιγμένος,υψηλός,βελτιωμένη,ανεπτυγμένη,μορφωμένος,βελτιωμένο,μπροστά,αργά,μοντέρνος
οπισθοδρομικός,Χαμηλός,Χαμηλότερος,πρωτόγονος,νωρίς,Πράσινο,Ανώριμος,μη προοδευτικός,Αγενής,ρουτινικός
high-energy physics => φυσική υψηλών ενεργειών, high-energy => υψηλής ενέργειας, high-embowed => πολύ καμπυλωμένος, high-density lipoprotein => Λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας, high-definition television => Τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας,