Greek Meaning of neandertal
Νεάντερταλ
Other Greek words related to Νεάντερταλ
- βάρβαρος
- κλόουν
- εξόγκωμα
- τρελός
- Σκυλί διασταύρωσης
- σκάντζοχοιρος
- Φίδι
- Γαλοπούλα
- κακός
- ανθρωποειδής
- πίθηκος
- Θηρίο
- αδέξιος
- βώλος
- κλωτσοσκούφι
- μπουσουλώ
- γάιδαρος
- κούκλα
- κοιτάζω
- Χήνα
- φτέρνα
- τρελός
- αναιδής
- Μπούλης
- σύρω
- φυσικός
- απόθεμα
- κουτόφραγκος
- μυαλό πουλιού
- Μπλόκχεντ
- Σούλα (Soula)
- παχύδερμος
- CAD
- αγροίκος
- Θρόμβος
- κακαρίζω
- κλαγκ
- καμπίνα
- μίγμα
- Νεκροκεφαλή
- βουτάω
- Ντόντο
- ναρκωτικό
- Αλτήρας
- ανόητος
- Χήνος
- γκόλεμ
- μπάχαλος
- Σφυροκέφαλος
- σκληρό κεφάλι
- Δεν γνωρίζω τίποτα
- Καρέτα-καρέτα
- μπουκακίνο
- τρελός
- Φθείρας
- τρελός
- μητέρα
- Φλυτζάνι
- Νιμρόδ
- νίννιχαμμερ
- κόνιδα
- νεύμα
- μακαρόνια
- Παξιμάδι
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- παλιόπαιδο
- Αφηρημένος
- άσχετος
- αδέξιος
- τεμπελιά
- βρωμύλος
- καταπλήσσω
- παιδί
- παιδί
- Φουσκωτός
- Κεφάλι σούπας
- cuddlie
- Αμυδρός λαμπτήρας
- Νταμ-νταμ
- μια ελαφρόμυαλη
- αλήτης
- αλήτης
- Απρόσεκτος
- Σίμπος
- Ξύλινο κεφάλι
Nearest Words of neandertal
- neandertal man => Άνθρωπος του Νεάντερταλ
- neanderthal => Νεάντερταλ
- neanderthal man => Ο άνθρωπος του Νεάντερταλ
- neanderthalian => Νεάντερταλ
- neanderthaloid => νεαντερταλοειδής
- neap => νέα σελήνη
- neap tide => Νεκρή παλίρροια
- neaped => χαστουκισμένος
- neapolitan => ναπολιτάνικη
- neapolitan ice => ναπολιτάνικο παγωτό
Definitions and Meaning of neandertal in English
neandertal (n)
extinct robust human of Middle Paleolithic in Europe and western Asia
neandertal (a)
relating to or belonging to or resembling Neanderthal man
neandertal (s)
ill-mannered and coarse and contemptible in behavior or appearance
FAQs About the word neandertal
Νεάντερταλ
extinct robust human of Middle Paleolithic in Europe and western Asia, relating to or belonging to or resembling Neanderthal man, ill-mannered and coarse and co
βάρβαρος,κλόουν,εξόγκωμα,τρελός,Σκυλί διασταύρωσης,σκάντζοχοιρος,Φίδι,Γαλοπούλα,κακός,ανθρωποειδής
Εγκέφαλος,διάνοια,διανοούμενος,σοφός,στοχαστής,Ευφυής,φυτό,μάγος
neal => Νιλ, neaf => ασαφής, ne temere => Μην φοβάσαι, ne plus ultra => Το καλύτερο, ne exeat => απαγόρευση εξόδου,