Greek Meaning of lubber
Μπούλης
Other Greek words related to Μπούλης
- κλωτσοσκούφι
- κλόουν
- Χήνα
- αναιδής
- εξόγκωμα
- Σκυλί διασταύρωσης
- σκάντζοχοιρος
- Φίδι
- κακός
- Θηρίο
- Μπλόκχεντ
- αδέξιος
- βάρβαρος
- βώλος
- μπουσουλώ
- γάιδαρος
- κούκλα
- κοιτάζω
- φτέρνα
- Δεν γνωρίζω τίποτα
- τρελός
- Φθείρας
- σύρω
- τρελός
- φυσικός
- Νεάντερταλ
- Παξιμάδι
- Γαλοπούλα
- κουτόφραγκος
- ανθρωποειδής
- πίθηκος
- μυαλό πουλιού
- Σούλα (Soula)
- παχύδερμος
- CAD
- αγροίκος
- Θρόμβος
- κακαρίζω
- κλαγκ
- καμπίνα
- μίγμα
- Νεκροκεφαλή
- βουτάω
- Ντόντο
- ναρκωτικό
- Αλτήρας
- ανόητος
- Χήνος
- γκόλεμ
- μπάχαλος
- Σφυροκέφαλος
- σκληρό κεφάλι
- Καρέτα-καρέτα
- μπουκακίνο
- τρελός
- τρελός
- μητέρα
- Φλυτζάνι
- Νιμρόδ
- νίννιχαμμερ
- κόνιδα
- νεύμα
- μακαρόνια
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- παλιόπαιδο
- Αφηρημένος
- άσχετος
- αδέξιος
- τεμπελιά
- βρωμύλος
- απόθεμα
- καταπλήσσω
- παιδί
- παιδί
- γιο-γιο
- Φουσκωτός
- Κεφάλι σούπας
- cuddlie
- Αμυδρός λαμπτήρας
- Νταμ-νταμ
- μια ελαφρόμυαλη
- αλήτης
- αλήτης
- Απρόσεκτος
- Σίμπος
- Ξύλινο κεφάλι
Nearest Words of lubber
Definitions and Meaning of lubber in English
lubber (n)
an awkward stupid person
an inexperienced sailor; a sailor on the first voyage
lubber (n.)
A heavy, clumsy, or awkward fellow; a sturdy drone; a clown.
FAQs About the word lubber
Μπούλης
an awkward stupid person, an inexperienced sailor; a sailor on the first voyageA heavy, clumsy, or awkward fellow; a sturdy drone; a clown.
κλωτσοσκούφι,κλόουν,Χήνα,αναιδής,εξόγκωμα,Σκυλί διασταύρωσης,σκάντζοχοιρος,Φίδι,κακός,Θηρίο
Εγκέφαλος,διάνοια,διανοούμενος,σοφός,στοχαστής,φυτό,μάγος,Ευφυής
lubbard => τεμπέλης, lubavitcher => Λουμπαβίτς, lubavitch movement => Κίνημα Λουμπαβίτς, lubavitch => Λουμπαβίτς, luba => Λούμπα,