Greek Meaning of clodhopper

κλωτσοσκούφι

Other Greek words related to κλωτσοσκούφι

Definitions and Meaning of clodhopper in English

Wordnet

clodhopper (n)

a thick and heavy shoe

Webster

clodhopper (n.)

A rude, rustic fellow.

FAQs About the word clodhopper

κλωτσοσκούφι

a thick and heavy shoeA rude, rustic fellow.

χωριάτης,κλόουν,συμπατριώτης,χωριάτης,αμόρφωτος,Ορειβάτης,Παρτάλι,επαρχιακός,χωριάτης,ρουστίκ

κοσμοπολίτης,Κοσμοπολίτης,εκλεπτυσμένος,μητροπολίτης,αδιάβροχο,σμούθι,προαστιώτης,σμούθι,Αστός, Αστού

cloddy => πηλώδης, cloddish => Αδέξιος, clod => βώλος, clockwork universe => Σύμπαν ωρολογίου μηχανισμού, clockwork => ρολόι,