Greek Meaning of hayseed

χωριάτης

Other Greek words related to χωριάτης

Definitions and Meaning of hayseed in English

Wordnet

hayseed (n)

a person who is not very intelligent or interested in culture

FAQs About the word hayseed

χωριάτης

a person who is not very intelligent or interested in culture

χωριάτης,κλόουν,αμόρφωτος,Παρτάλι,επαρχιακός,χωριάτης,ρουστίκ,χωριάτης,παχύδερμος,αγροίκος

κοσμοπολίτης,Κοσμοπολίτης,εκλεπτυσμένος,μητροπολίτης,αδιάβροχο,σμούθι,προαστιώτης,Αστός, Αστού

hay-scented fern => Πολύποδο το ευώδες, hay-scented => αρωματισμένο με σανο, hays => χόρτα, hayrig => τριχωτός, hayrick => Στοίβα σανού,