Greek Meaning of clod
βώλος
Other Greek words related to βώλος
- βάρβαρος
- κλωτσοσκούφι
- κλόουν
- Χήνα
- αναιδής
- Μπούλης
- εξόγκωμα
- Σκυλί διασταύρωσης
- κακός
- Θηρίο
- Μπλόκχεντ
- αδέξιος
- παχύδερμος
- μπουσουλώ
- γάιδαρος
- κούκλα
- ανόητος
- κοιτάζω
- φτέρνα
- Δεν γνωρίζω τίποτα
- τρελός
- σύρω
- τρελός
- Νεάντερταλ
- σκάντζοχοιρος
- Φίδι
- Γαλοπούλα
- κουτόφραγκος
- ανθρωποειδής
- πίθηκος
- μυαλό πουλιού
- Σούλα (Soula)
- CAD
- αγροίκος
- Θρόμβος
- κακαρίζω
- κλαγκ
- καμπίνα
- μίγμα
- Νεκροκεφαλή
- βουτάω
- Ντόντο
- ναρκωτικό
- Αλτήρας
- Χήνος
- γκόλεμ
- μπάχαλος
- Σφυροκέφαλος
- σκληρό κεφάλι
- Καρέτα-καρέτα
- μπουκακίνο
- τρελός
- Φθείρας
- τρελός
- μητέρα
- Φλυτζάνι
- φυσικός
- Νιμρόδ
- νίννιχαμμερ
- κόνιδα
- νεύμα
- μακαρόνια
- Παξιμάδι
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- παλιόπαιδο
- Αφηρημένος
- άσχετος
- αδέξιος
- τεμπελιά
- βρωμύλος
- απόθεμα
- καταπλήσσω
- παιδί
- παιδί
- Φουσκωτός
- Κεφάλι σούπας
- cuddlie
- Αμυδρός λαμπτήρας
- Νταμ-νταμ
- μια ελαφρόμυαλη
- αλήτης
- αλήτης
- Απρόσεκτος
- Σίμπος
- Ξύλινο κεφάλι
Nearest Words of clod
- clockwork universe => Σύμπαν ωρολογίου μηχανισμού
- clockwork => ρολόι
- clockwise rotation => Περιστροφή δεξιόστροφα
- clockwise => δεξιόστροφα
- clock-watching => στέκομαι όρθιος στον ήλιο
- clocksmith => ωρολογοποιός
- clocks => ρολόγια
- clockmaker => Ρωλογάς
- clocklike => τακτικός σαν το ρολόι
- clocking => χρονομέτρηση
Definitions and Meaning of clod in English
clod (n)
a compact mass
an awkward stupid person
clod (n.)
A lump or mass, especially of earth, turf, or clay.
The ground; the earth; a spot of earth or turf.
That which is earthy and of little relative value, as the body of man in comparison with the soul.
A dull, gross, stupid fellow; a dolt
A part of the shoulder of a beef creature, or of the neck piece near the shoulder. See Illust. of Beef.
clod (v.i)
To collect into clods, or into a thick mass; to coagulate; to clot; as, clodded gore. See Clot.
clod (v. t.)
To pelt with clods.
To throw violently; to hurl.
FAQs About the word clod
βώλος
a compact mass, an awkward stupid personA lump or mass, especially of earth, turf, or clay., The ground; the earth; a spot of earth or turf., That which is eart
βάρβαρος,κλωτσοσκούφι,κλόουν,Χήνα,αναιδής,Μπούλης,εξόγκωμα,Σκυλί διασταύρωσης,κακός,Θηρίο
Εγκέφαλος,διάνοια,διανοούμενος,σοφός,στοχαστής,φυτό,μάγος,Ευφυής
clockwork universe => Σύμπαν ωρολογίου μηχανισμού, clockwork => ρολόι, clockwise rotation => Περιστροφή δεξιόστροφα, clockwise => δεξιόστροφα, clock-watching => στέκομαι όρθιος στον ήλιο,