Greek Meaning of goon
μπάχαλος
Other Greek words related to μπάχαλος
Nearest Words of goon
Definitions and Meaning of goon in English
goon (n)
an awkward stupid person
an aggressive and violent young criminal
FAQs About the word goon
μπάχαλος
an awkward stupid person, an aggressive and violent young criminal
είναι,συμβαίνει,κάθοδος,πραγματοποιώ,γίνω,συμβαίνει,έλα,βγαίνω,μάγειρας,(εμφανίζεται)
Εγκέφαλος,διάνοια,Διάννοια,διανοούμενος,σοφός,στοχαστής,φυτό,μάγος,πολυμάθης,Αναγεννησιακός άνθρωπος
goolde => Γκούλε, gook => γκούκ, googolplex => γκούγκολπλεξ, googol => γκούγκολ, googly => Γκούγκλι,