Greek Meaning of hap
χαπ
Other Greek words related to χαπ
- περίσταση
- επεισόδιο
- γεγονός
- περιστατικό
- Εμφάνιση
- πράγμα
- ατύχημα
- υπόθεση
- σύμπτωση
- εμπειρία
- τύχη
- τι συμβαίνει
- περίσταση
- Χρόνος
- επίτευγμα
- περιπέτεια
- κρίση
- πράξη
- έκτακτη ανάγκη
- εκμεταλλεύομαι
- κατόρθωμα
- τέρας
- τυχαία
- σύμπτωση
- χρονική στιγμή
- ορόσημο
- Ορόσημο
- ορόσημο
- ειδήσεις
- σελίδα
- Φαινόμενο
- νέα
- σημείο καμπής
Nearest Words of hap
Definitions and Meaning of hap in English
hap (n)
an accidental happening
hap (v)
come to pass
hap (v. t.)
To clothe; to wrap.
hap (n.)
A cloak or plaid.
That which happens or comes suddenly or unexpectedly; also, the manner of occurrence or taking place; chance; fortune; accident; casual event; fate; luck; lot.
hap (v. i.)
To happen; to befall; to chance.
FAQs About the word hap
χαπ
an accidental happening, come to passTo clothe; to wrap., A cloak or plaid., That which happens or comes suddenly or unexpectedly; also, the manner of occurrenc
περίσταση,επεισόδιο,γεγονός,περιστατικό,Εμφάνιση,πράγμα,ατύχημα,υπόθεση,σύμπτωση,εμπειρία
πρόθεση,πρόθεση,σχέδιο,σκοπός,σχεδιασμός,σχέδιο,περίγραμμα
haoma => Χάομα, hao => Χάο, hanuman => Χανουμάν, hanukkah => Χανουκά, hanukka => Χανουκά,