Greek Meaning of haplessly

δυστυχώς

Other Greek words related to δυστυχώς

Definitions and Meaning of haplessly in English

Webster

haplessly (adv.)

In a hapless, unlucky manner.

FAQs About the word haplessly

δυστυχώς

In a hapless, unlucky manner.

άτυχος,άτυχος,δυστυχισμένος,επιζήμιος,κατάρατος,καταστροφικός,καταδικασμένος,Ατυχής,άτυχος,άτυχος

τυχερός,Χαρισματικός,χαρούμενος,τυχερός,προνομιούχος,δίκαιο,ευνοϊκή,ευνοϊκός,χρυσός,ελπιδοφόρος

hapless => δυστυχισμένος, haphtorah => Αποστολική περικοπή, haphtarah => Ἁφταρά[haftarah], haphazardness => τυχαιότητα, haphazardly => τυχαία,