Greek Meaning of luckless
άτυχος
Other Greek words related to άτυχος
Nearest Words of luckless
- luckiness => τύχη
- luckily => ευτυχώς
- luck through => τύχη μέσω
- luck out => Είμαι τυχερός
- luck it => Δοκίμασε την τύχη σου
- luck into => Είμαι τυχερός
- luck => τύχη
- lucius tarquinius superbus => Λεύκιος Ταρκύνιος ο Υπερήφανος
- lucius dubignon clay => Λούσιους Ντουμπίνιον Κλέι
- lucius cornelius sulla felix => Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας Φήλιξ
Definitions and Meaning of luckless in English
luckless (a)
having or bringing misfortune
luckless (a.)
Being without luck; unpropitious; unfortunate; unlucky; meeting with ill success or bad fortune; as, a luckless gamester; a luckless maid.
FAQs About the word luckless
άτυχος
having or bringing misfortuneBeing without luck; unpropitious; unfortunate; unlucky; meeting with ill success or bad fortune; as, a luckless gamester; a luckles
δυστυχισμένος,άτυχος,δυστυχισμένος,επιζήμιος,κατάρατος,καταστροφικός,καταδικασμένος,Ατυχής,άτυχος,άτυχος
τυχερός,χαρούμενος,τυχερός,δίκαιο,ευνοϊκή,ευνοϊκός,Χαρισματικός,χρυσός,προνομιούχος,ελπιδοφόρος
luckiness => τύχη, luckily => ευτυχώς, luck through => τύχη μέσω, luck out => Είμαι τυχερός, luck it => Δοκίμασε την τύχη σου,