FAQs About the word doomed

καταδικασμένος

people who are destined to die soon, marked for certain death, in danger of the eternal punishment of Hell, marked by or promising bad fortune, (usually followe

έγινε,τελειωμένος,κατεστραμμένος,βυθισμένο,νεκρός,γίνεται,απειλούμενο,απειλούμενος,καπούτ,καππούτ

συγχωρέθηκε,χάρισε

doomage => καταδίκη, doom palm => Φοινικόδεντρο της καταστροφής, doom => χάρος, dooly => Ντόλι, doolittle => Ντούλιτλ,