Greek Meaning of privileged
προνομιούχος
Other Greek words related to προνομιούχος
Nearest Words of privileged
- privilege of the floor => Δικαίωμα λόγου
- privilege against self incrimination => Προνομια εναντιον του αυτοενοχοποιησης
- privilege => προνόμιο
- privet hedge => Φράχτης από πυξάρια
- privet andromeda => Πικροδάφνη
- privet => Φιλίκι
- privatize => ιδιωτικοποιώ
- privatization => Ιδιωτικοποίηση
- privatise => ιδιωτικοποιώ
- privatisation => Ιδιωτικοποίηση
Definitions and Meaning of privileged in English
privileged (a)
blessed with privileges
privileged (s)
not subject to usual rules or penalties
confined to an exclusive group
FAQs About the word privileged
προνομιούχος
blessed with privileges, not subject to usual rules or penalties, confined to an exclusive group
ευλογημένος,ευλογημένος,ευνοϊκός,τυχερός,Χαρισματικός,χαρούμενος,τυχερός,χρυσός,ελπιδοφόρος,δίκαιο
μειονεκτούντες,δυστυχισμένος,άτυχος,άτυχος,δυστυχισμένος,άτυχος,καταραμένος,άτυχος,άτυχος,δάγκωμα φιδιού
privilege of the floor => Δικαίωμα λόγου, privilege against self incrimination => Προνομια εναντιον του αυτοενοχοποιησης, privilege => προνόμιο, privet hedge => Φράχτης από πυξάρια, privet andromeda => Πικροδάφνη,