Greek Meaning of privily

κρυφά

Other Greek words related to κρυφά

Definitions and Meaning of privily in English

Wordnet

privily (r)

confidentially or in secret

FAQs About the word privily

κρυφά

confidentially or in secret

Κομό,Τζέικς,εξωτερική τουαλέτα,γκαρνταρόμπα,Μπάνιο,Μπάνιο,Τουρβότοπος,μπορώ,βεστιάριο,τουαλέτα

κοινός,ανοιχτό,Δημόσιος,διαφημισμένο,αερίστηκε,ανακοινώθηκε,φλεγόμενος,μετάδοση,τρέχων,Δηλωθεί

privileged => προνομιούχος, privilege of the floor => Δικαίωμα λόγου, privilege against self incrimination => Προνομια εναντιον του αυτοενοχοποιησης, privilege => προνόμιο, privet hedge => Φράχτης από πυξάρια,