Greek Meaning of promulgated

ανακοινώθηκε

Other Greek words related to ανακοινώθηκε

Definitions and Meaning of promulgated in English

Wordnet

promulgated (s)

formally made public

FAQs About the word promulgated

ανακοινώθηκε

formally made public

διαφημισμένο,αερίστηκε,ανακοινώθηκε,μετάδοση,Δηλωθεί,Αποκαλύφθηκε,προμηνυόμενος,αναρτημένος,διαδεδομένος,διακήρυξε

ταξινομημένος,εμπιστευτικός,ιδιωτικό,τουαλέτα,μυστικό,κρυφός,συνεργατικός,κρυμμένο,συνωμοσιολογικός,κρυμμένος

promulgate => διακήρυξη, promptness => ταχύτητα, promptly => αμέσως, promptitude => ταχύτητα, prompting => Υποδεικνύωντας,