Greek Meaning of withheld
κατεχόμενος
Other Greek words related to κατεχόμενος
Nearest Words of withheld
Definitions and Meaning of withheld in English
withheld (imp.)
of Withhold
withheld (p. p.)
of Withhold
FAQs About the word withheld
κατεχόμενος
of Withhold, of Withhold
κρυμμένο,προσωπικός,καταπιεσμένος,κρατημένος,ανασυρόμενη,ακυρώθηκε,σιωπηλός,πνιγηρός,καταπιεσμένη,κρυφός
γενικός,ανοιχτό,Δημόσιος,δημοφιλής,αταξινόμητος,μη ταξινομημένα,γνωστός
wither-wrung => μαραμένος, witherspoon => Γουίδερσπουν, withers => Ακρώμιο, withe-rod => Βέργα ιτιάς, withernam => αντιέκδοση,