Greek Meaning of withholding
παρακράτηση
Other Greek words related to παρακράτηση
- μειούμενη
- αρνούμενος
- αρνούμαι
- Απορριπτικός
- Απαγορεύει
- αποδοκιμαστικός
- απαγορευτικό
- απαγορευτικό
- απαγόρευση
- έλεγχος
- περιοριστική
- κράσπεδο
- Επιβάλλοντας
- εμποδίζοντας
- κατοχή
- εμποδίζοντας
- φύλαξη
- αρνητικός
- εμποδίζοντας
- απωθητικός
- απωθητικό
- καταπιεστικός
- επιτιμητικός
- συγκρατημένος
- περιοριστικός
- βάζω βέτο
- Nixing
- απαγορεύοντας
- περιφρονώντας
- έχοντας τα μέσα
- επιτρέποντας
- εξουσιοδοτώντας
- παραδεχόμενος
- Επίπλωση
- Giving = Δίνοντας
- παραχώρηση
- αφήνοντας
- επιτρέποντας
- παρέχοντας
- παρέχοντας
- σύμφωνα με
- συμφωνώντας
- θέση σε λειτουργία
- αδειοδότηση
- εγγυημένος
- συμφωνία (με)
- εντάξει
- Εντάξει
- επιβάλλων κυρώσεις
- εγγυούμενος
- ένταξη (σε)
- συγκατάθεση σε
- συναίνεση (σε)
- Χορήγηση άδειας
Nearest Words of withholding
Definitions and Meaning of withholding in English
withholding (n)
the act of deducting from an employee's salary
income tax withheld from employees' wages and paid directly to the government by the employer
the act of holding back or keeping within your possession or control
withholding (p. pr. & vb. n.)
of Withhold
FAQs About the word withholding
παρακράτηση
the act of deducting from an employee's salary, income tax withheld from employees' wages and paid directly to the government by the employer, the act of holdin
μειούμενη,αρνούμενος,αρνούμαι,Απορριπτικός,Απαγορεύει,αποδοκιμαστικός,απαγορευτικό,απαγορευτικό,απαγόρευση,έλεγχος
έχοντας τα μέσα,επιτρέποντας,εξουσιοδοτώντας,παραδεχόμενος,Επίπλωση,Giving = Δίνοντας,παραχώρηση,αφήνοντας,επιτρέποντας,παρέχοντας
withholder => πηγής φόρου, withholden => συγκρατημένο, withhold => παρακράτηση, withheld => κατεχόμενος, wither-wrung => μαραμένος,