Greek Meaning of reprobating
επιτιμητικός
Other Greek words related to επιτιμητικός
- μειούμενη
- αρνούμενος
- αρνούμαι
- Απορριπτικός
- Απαγορεύει
- αποδοκιμαστικός
- απαγορευτικό
- αρνητικός
- παρακράτηση
- απαγορευτικό
- απαγορεύοντας
- απαγόρευση
- έλεγχος
- περιοριστική
- κράσπεδο
- Επιβάλλοντας
- εμποδίζοντας
- κατοχή
- εμποδίζοντας
- φύλαξη
- εμποδίζοντας
- απωθητικός
- απωθητικό
- καταπιεστικός
- συγκρατημένος
- περιοριστικός
- βάζω βέτο
- Nixing
- περιφρονώντας
- έχοντας τα μέσα
- επιτρέποντας
- εξουσιοδοτώντας
- παραδεχόμενος
- Επίπλωση
- Giving = Δίνοντας
- παραχώρηση
- αφήνοντας
- επιτρέποντας
- παρέχοντας
- παρέχοντας
- σύμφωνα με
- συμφωνώντας
- θέση σε λειτουργία
- αδειοδότηση
- επιβάλλων κυρώσεις
- εγγυημένος
- συμφωνία (με)
- συναίνεση (σε)
- εντάξει
- Εντάξει
- εγγυούμενος
- ένταξη (σε)
- συγκατάθεση σε
- Χορήγηση άδειας
Nearest Words of reprobating
Definitions and Meaning of reprobating in English
reprobating (p. pr. & vb. n.)
of Reprobate
FAQs About the word reprobating
επιτιμητικός
of Reprobate
μειούμενη,αρνούμενος,αρνούμαι,Απορριπτικός,Απαγορεύει,αποδοκιμαστικός,απαγορευτικό,αρνητικός,παρακράτηση,απαγορευτικό
έχοντας τα μέσα,επιτρέποντας,εξουσιοδοτώντας,παραδεχόμενος,Επίπλωση,Giving = Δίνοντας,παραχώρηση,αφήνοντας,επιτρέποντας,παρέχοντας
reprobater => ο καταδικαστέος, reprobateness => ατιμία, reprobated => καταδικασμένος, reprobate => άσωτος, reprobance => αποδοκιμασία,