Greek Meaning of nixing
Nixing
Other Greek words related to Nixing
- μειούμενη
- αρνούμενος
- αρνούμαι
- Απορριπτικός
- απαγόρευση
- Απαγορεύει
- αποδοκιμαστικός
- απαγορευτικό
- βάζω βέτο
- παρακράτηση
- απαγορευτικό
- έλεγχος
- περιοριστική
- κράσπεδο
- Επιβάλλοντας
- εμποδίζοντας
- κατοχή
- εμποδίζοντας
- φύλαξη
- αρνητικός
- εμποδίζοντας
- απωθητικός
- απωθητικό
- καταπιεστικός
- επιτιμητικός
- συγκρατημένος
- περιοριστικός
- απαγορεύοντας
- περιφρονώντας
- έχοντας τα μέσα
- επιτρέποντας
- εξουσιοδοτώντας
- παραδεχόμενος
- Επίπλωση
- Giving = Δίνοντας
- παραχώρηση
- αφήνοντας
- επιτρέποντας
- παρέχοντας
- παρέχοντας
- σύμφωνα με
- συμφωνώντας
- θέση σε λειτουργία
- αδειοδότηση
- εγγυημένος
- συμφωνία (με)
- εντάξει
- επιβάλλων κυρώσεις
- ένταξη (σε)
- συγκατάθεση σε
- συναίνεση (σε)
- Χορήγηση άδειας
- Εντάξει
Nearest Words of nixing
Definitions and Meaning of nixing in English
nixing
a water sprite of Germanic folklore, nothing, no, to refuse to accept or allow (something)
FAQs About the word nixing
Nixing
a water sprite of Germanic folklore, nothing, no, to refuse to accept or allow (something)
μειούμενη,αρνούμενος,αρνούμαι,Απορριπτικός,απαγόρευση,Απαγορεύει,αποδοκιμαστικός,απαγορευτικό,βάζω βέτο,παρακράτηση
έχοντας τα μέσα,επιτρέποντας,εξουσιοδοτώντας,παραδεχόμενος,Επίπλωση,Giving = Δίνοντας,παραχώρηση,αφήνοντας,επιτρέποντας,παρέχοντας
nixies => νίξι, nixed => ακυρώθηκε, nits => κόνιδες, nitpicky => τσιγκούνης, nitpicking => τσιγκουνιά,