Greek Meaning of supplying
παρέχοντας
Other Greek words related to παρέχοντας
- εξοπλισμός
- Επίπλωση
- Εξάρτηση
- περιτύλιξη
- εξοπλισμός
- προετοιμάζει
- παρουσιάζοντας
- εφοδιασμός
- Ιστιοφορία
- αποθήκευση
- εξάρτηση
- εξαρτήματα
- εκχώρηση
- κατανομή
- κατανομή
- οπλισμός
- ανάθεσης
- απονέμοντας
- συμβάλλοντα
- (ασχολία)
- Διανομή
- διανομή
- διανομή
- δωρίζω
- ενδυναμωτικός
- Giving = Δίνοντας
- διανέμοντας
- Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση)
- μέτρηση (έξω)
- διανομή (έξω)
- κατανομή (έξω)
- μερίδα
- αναλογική κατανομή
- επανεξοπλισμός
- επισκευή
- ανακαίνιση
- κάλτσα
Nearest Words of supplying
- supply-side economics => Οικονομία πλευράς προσφοράς
- support => υποστήριξη
- support column => Κίονας στήριξης
- support hose => Κάλτσες στήριξης
- support level => επίπεδο υποστήριξης
- support payment => διατροφή
- support stocking => Αντιθρομβωτικές κάλτσες
- support system => Σύστημα υποστήριξης
- supportable => υποφερτός, υποστηρικτός
- supported => υποστηριζόμενος
Definitions and Meaning of supplying in English
supplying (n)
the activity of supplying or providing something
FAQs About the word supplying
παρέχοντας
the activity of supplying or providing something
εξοπλισμός,Επίπλωση,Εξάρτηση,περιτύλιξη,εξοπλισμός,προετοιμάζει,παρουσιάζοντας,εφοδιασμός,Ιστιοφορία,αποθήκευση
στερητικός,απόσυρση,στέρηση ιδιοκτησίας,αποεπένδυση
supply ship => Πλοίο ανεφοδιασμού, supply route => γραμμή εφοδιασμού, supply line => Γραμμή εφοδιασμού, supply closet => αποθήκη, supply chamber => θάλαμος ανεφοδιασμού,