Greek Meaning of kitting (up or out)

Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση)

Other Greek words related to Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση)

Definitions and Meaning of kitting (up or out) in English

kitting (up or out)

No definition found for this word.

FAQs About the word kitting (up or out)

Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση)

εξοπλισμός,Εξάρτηση,Επίπλωση,παρέχοντας,εξάρτηση,εξαρτήματα,(ασχολία),διανομή,περιτύλιξη,διανέμοντας

στερητικός,απόσυρση,στέρηση ιδιοκτησίας,αποεπένδυση

kitties => γατάκια, kittens => γατάκια, kittenishness => γατοσύνη, kitted (up or out) => εξοπλισμένος, kits => κιτ,