Greek Meaning of kitting (up or out)
Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση)
Other Greek words related to Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση)
- εξοπλισμός
- Εξάρτηση
- Επίπλωση
- παρέχοντας
- εξάρτηση
- εξαρτήματα
- (ασχολία)
- διανομή
- περιτύλιξη
- διανέμοντας
- μέτρηση (έξω)
- εξοπλισμός
- διανομή (έξω)
- κατανομή (έξω)
- προετοιμάζει
- εφοδιασμός
- Ιστιοφορία
- εκχώρηση
- κατανομή
- κατανομή
- οπλισμός
- ανάθεσης
- απονέμοντας
- συμβάλλοντα
- Διανομή
- διανομή
- δωρίζω
- ενδυναμωτικός
- Giving = Δίνοντας
- μερίδα
- παρουσιάζοντας
- αναλογική κατανομή
- κάλτσα
- αποθήκευση
Nearest Words of kitting (up or out)
Definitions and Meaning of kitting (up or out) in English
kitting (up or out)
No definition found for this word.
FAQs About the word kitting (up or out)
Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση)
εξοπλισμός,Εξάρτηση,Επίπλωση,παρέχοντας,εξάρτηση,εξαρτήματα,(ασχολία),διανομή,περιτύλιξη,διανέμοντας
στερητικός,απόσυρση,στέρηση ιδιοκτησίας,αποεπένδυση
kitties => γατάκια, kittens => γατάκια, kittenishness => γατοσύνη, kitted (up or out) => εξοπλισμένος, kits => κιτ,