Greek Meaning of kithing

Κίθινγκ

Other Greek words related to Κίθινγκ

Definitions and Meaning of kithing in English

kithing

to make known, to become known

FAQs About the word kithing

Κίθινγκ

to make known, to become known

Αποκάλυψη,διασπείροντας,αποκάλυψη,Ενημέρωση,εισαγωγή,εκδήλωση,ειδοποίηση,αναφορά,αποκαλυπτικός,δείχνει

απόκρυψη,σιωπηρή,παρακράτηση,υπενθύμιση,κατασταλτικός,συρριγμός,ανάκληση,σιωπή (πάνω),αναίρεση

kithes => συγγενείς, kithed => κιθάριστα , kited => έκανε kitesurf, kitchen-sink => νεροχύτης, kit (up or out) => Δεσμίδα (για είσοδο ή έξοδο),