Greek Meaning of plugging
Συνδέοντας
Other Greek words related to Συνδέοντας
- κλείσιμο
- συνδυάζοντας
- γέμιση
- επούλωση
- ένταξη
- πλέξιμο
- σύνδεση
- patch
- Επισκευή
- σφράγιση
- ράψιμο
- συνδεόμενο
- συνδυασμός
- σύνδεση
- ενοποίηση
- σύζευξη
- ράψιμο
- εσωτερική έκρηξη
- Διασταύρωση
- επισκευή
- Συγχώνευση
- συγχώνευση
- ράψιμο
- ράψιμο
- ενοποίηση
- συνδικαλιστική οργάνωση
- συνένωση
- εξόγκωμα
- εξόγκωμα
- δέσμη
- Κυρτότητα
- λόφος
- καμπούρα
- Προεξοχή
- εξόγκωμα
- λόφος
- Μπρουτζάκι
- Προβολή
- εξοχή
- ανέβαινω
- οίδημα
- Οίδημα
- όγκος
Nearest Words of plugging
Definitions and Meaning of plugging in English
plugging (p. pr. & vb. n.)
of Plug
plugging (n.)
The act of stopping with a plug.
The material of which a plug or stopple is made.
FAQs About the word plugging
Συνδέοντας
of Plug, The act of stopping with a plug., The material of which a plug or stopple is made.
κλείσιμο,συνδυάζοντας,γέμιση,επούλωση,ένταξη,πλέξιμο,σύνδεση,patch,Επισκευή,σφράγιση
Σπάω,ρωγμή,κόβω,ρωγμή,κάταγμα,άνοιγμα,ενοίκιο,ρήγμα,ρήξη,διαχωρίζω
plugger => βύσμα, plugged => συνδεδεμένο, plugboard => Άλμα πατάκι, plug into => Συνδέω, plug in => συνδέω,