Greek Meaning of convexity
Κυρτότητα
Other Greek words related to Κυρτότητα
Nearest Words of convexity
- convex shape => Κυρτό σχήμα
- convex polyhedron => Κυρτό πολύεδρο
- convex polygon => Κυρτό πολύγωνο
- convex lens => Σύγκλινη φακός
- convex => κυρτός
- convertor => μετατροπέας
- convertible security => Μετατρέψιμος τίτλος
- convertible bond => Μετατρέψιμο ομόλογο
- convertible => κάμπριο
- convertibility => μετατρεψιμότητα
Definitions and Meaning of convexity in English
convexity (n)
the property possessed by a convex shape
a shape that curves or bulges outward
FAQs About the word convexity
Κυρτότητα
the property possessed by a convex shape, a shape that curves or bulges outward
εξόγκωμα,θόλος,Πρόβολος,μερίδα,Προβολή,εξοχή,προεξοχή,ενότητα,μπλοκ,διαστολή
λεκάνη,Κοιλότητα,κοίλος,Κοίλωμα,βαθούλωμα,κατάθλιψη,τρύπα,κούφιος,εσοχή,σύμβαση
convex shape => Κυρτό σχήμα, convex polyhedron => Κυρτό πολύεδρο, convex polygon => Κυρτό πολύγωνο, convex lens => Σύγκλινη φακός, convex => κυρτός,