Greek Meaning of suturing
ράψιμο
Other Greek words related to ράψιμο
- κλείσιμο
- γέμιση
- επούλωση
- πλέξιμο
- επισκευή
- patch
- Επισκευή
- σφράγιση
- ράψιμο
- ράψιμο
- συνδυασμός
- συνδυάζοντας
- ενοποίηση
- σύζευξη
- ράψιμο
- εσωτερική έκρηξη
- ένταξη
- Διασταύρωση
- σύνδεση
- Συγχώνευση
- συγχώνευση
- Συνδέοντας
- όγκος
- ενοποίηση
- συνδικαλιστική οργάνωση
- συνδεόμενο
- εξόγκωμα
- εξόγκωμα
- δέσμη
- σύνδεση
- Κυρτότητα
- λόφος
- καμπούρα
- εξόγκωμα
- λόφος
- Μπρουτζάκι
- Προβολή
- εξοχή
- προεξοχή
- ανέβαινω
- οίδημα
- Οίδημα
- συνένωση
Nearest Words of suturing
- suture => Ράμμα
- sutural bone => Ραφιαίο οστούν
- sutura sagittalis => Τοξοειδής ραφή
- sutura lamboidea => Λαμβδοειδές ράμμα
- sutura internasalis => Ραφή internasalis
- sutura intermaxillaris => Ραφή ιντερμαξιλλαρία
- sutura frontalis => Μετωπική ραφή
- sutura coronalis => στεφανιαίο ράμμα
- sutura => ράμμα
- suttee => Σάτι
Definitions and Meaning of suturing in English
suturing (n)
surgical joining of two surfaces
FAQs About the word suturing
ράψιμο
surgical joining of two surfaces
κλείσιμο,γέμιση,επούλωση,πλέξιμο,επισκευή,patch,Επισκευή,σφράγιση,ράψιμο,ράψιμο
Σπάω,ρωγμή,κόβω,ρωγμή,κάταγμα,τομή,Λακάρισμα,ρήγμα,ρήξη,διαχωρίζω
suture => Ράμμα, sutural bone => Ραφιαίο οστούν, sutura sagittalis => Τοξοειδής ραφή, sutura lamboidea => Λαμβδοειδές ράμμα, sutura internasalis => Ραφή internasalis,