Greek Meaning of uniting
συνένωση
Other Greek words related to συνένωση
- κλείσιμο
- συνδυασμός
- συνδυάζοντας
- ενοποίηση
- σύζευξη
- ένταξη
- σύνδεση
- Συγχώνευση
- συγχώνευση
- σφράγιση
- ενοποίηση
- συνδικαλιστική οργάνωση
- συνδεόμενο
- σύνδεση
- γέμιση
- επούλωση
- λόφος
- Διασταύρωση
- πλέξιμο
- επισκευή
- patch
- Συνδέοντας
- Επισκευή
- ράψιμο
- ράψιμο
- ράψιμο
- εξόγκωμα
- εξόγκωμα
- δέσμη
- Κυρτότητα
- ράψιμο
- καμπούρα
- εσωτερική έκρηξη
- εξόγκωμα
- λόφος
- Προβολή
- εξοχή
- ανέβαινω
- οίδημα
- Οίδημα
- όγκος
Nearest Words of uniting
- unities => μονάδες
- uniterable => μη επαναλήψιμο
- uniter => ενωτής
- unitedly => Ενωμένα
- united states waters => τα ύδατα των Ηνωμένων Πολιτειών
- united states virgin islands => Παρθένες Νήσοι των Ηνωμένων Πολιτειών
- united states treasury => Υπουργείο Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών
- united states trade representative => Εμπορικός Εκπρόσωπος των Ηνωμένων Πολιτειών.
- united states supreme court => Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών
- united states senate => Η Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών
Definitions and Meaning of uniting in English
uniting (n)
the combination of two or more commercial companies
the act of making or becoming a single unit
uniting (p. pr. & vb. n.)
of Unite
FAQs About the word uniting
συνένωση
the combination of two or more commercial companies, the act of making or becoming a single unitof Unite
κλείσιμο,συνδυασμός,συνδυάζοντας,ενοποίηση,σύζευξη,ένταξη,σύνδεση,Συγχώνευση,συγχώνευση,σφράγιση
Σπάω,ρωγμή,ρωγμή,κάταγμα,ρήγμα,ρήξη,διαχωρίζω,δάκρυ,παραβίαση,κόβω
unities => μονάδες, uniterable => μη επαναλήψιμο, uniter => ενωτής, unitedly => Ενωμένα, united states waters => τα ύδατα των Ηνωμένων Πολιτειών,