Greek Meaning of plug into

Συνδέω

Other Greek words related to Συνδέω

Definitions and Meaning of plug into in English

Wordnet

plug into (v)

plug into an outlet

FAQs About the word plug into

Συνδέω

plug into an outlet

διαφήμιση,διαφήμιση,λογαριασμός,εμπορικός,μήνυμα,προαγωγή,διαφήμιση,Σημάδι,κουκκίδα,λέξη

απωθητικό,απωθητικό

plug in => συνδέω, plug hat => Καπέλο κορυφής, plug fuse => Πρίζα ασφάλεια, plug board => Πίνακας συνδέσεων, plug away => Δουλεύω σκληρά,