FAQs About the word plugger

βύσμα

someone who is an active supporter and advocateOne who, or that which, plugs.

εργάτης,εργαζόμενος,δούλος ,Πεζός στρατιώτης,προνύμφη,χορτοκοπτικό,μουρμούρα,πιόνι,υλοτόμος,εργάτης

τεμπέλης,κωλοβάρελος,γυμνοσάλιαγκας,Τεμπέλης,τεμπέλης,τεμπελιά,τεμπελιάρης,τεμπέλης

plugged => συνδεδεμένο, plugboard => Άλμα πατάκι, plug into => Συνδέω, plug in => συνδέω, plug hat => Καπέλο κορυφής,