FAQs About the word dogsbody

δούλος

a worker who has to do all the unpleasant or boring jobs that no one else wants to do

εργάτης,εργαζόμενος,Πεζός στρατιώτης,μουρμούρα,πιόνι,βύσμα,εργάτης,drone,δουλεία,προνύμφη

κωλοβάρελος,Τεμπέλης,τεμπέλης,τεμπέλης,τεμπελιά,γυμνοσάλιαγκας,τεμπελιάρης,τεμπέλης

dog's-bane => Ηπατίλα, dog's mercury => Ποταμόχορτο, dog's dinner => Σκυλοτροφή, dog's breakfast => πρωινό του σκύλου, dog-rose => Αγριοτριανταφυλλιά,