Greek Meaning of do-gooder

Φιλάνθρωπος

Other Greek words related to Φιλάνθρωπος

Definitions and Meaning of do-gooder in English

Wordnet

do-gooder (n)

someone devoted to the promotion of human welfare and to social reforms

FAQs About the word do-gooder

Φιλάνθρωπος

someone devoted to the promotion of human welfare and to social reforms

αισιόδοξος,τελειομανής,Πόλυ Άννα,μεταρρυθμιστής,Ονειροπόλος,ονειροπόλος,Ιδεαλιστής,Μικαουμπερ,Ρομαντικός,συναισθηματικός

Κυνικός,πραγματιστής.,ρεαλιστής,ηττοπαθής,Εμπειριστής,σκληροτράχηλος,απαισιόδοξος,εμπειρικός

dogmatizing => δογματίζων, dogmatizer => δογματιστής, dogmatized => δογματισμένος, dogmatize => δογματοποιέω, dogmatist => δογματικός,