Greek Meaning of ideologue

ιδεολόγος

Other Greek words related to ιδεολόγος

Definitions and Meaning of ideologue in English

Wordnet

ideologue (n)

an advocate of some ideology

FAQs About the word ideologue

ιδεολόγος

an advocate of some ideology

ακτιβιστής,μεροληπτικός,συνήγορος,σταυροφόρος,φανατικός,μαχητής,αντάρτης,προστάτης,οπαδός,Ζηλωτής

ερασιτέχνης,Δilletant,μη στρατιωτικός

ideologist => ιδεολόγος, ideologically => ιδεολογικά, ideological barrier => Ιδεολογικό εμπόδιο, ideological => ιδεολογικός, ideologic => Ιδεολογικός,