Greek Meaning of faddist

λάτρης της μόδας

Other Greek words related to λάτρης της μόδας

Definitions and Meaning of faddist in English

Wordnet

faddist (n)

a person who subscribes to a variety of fads

FAQs About the word faddist

λάτρης της μόδας

a person who subscribes to a variety of fads

εθισμένος,συνήγορος,λάτρης,απόστολος,μπάφερ,Σφάλμα,σταυροφόρος,αφοσιωμένος,ενθουσιώδης,Ευαγγελιστής

ερασιτέχνης,Δilletant,μη στρατιωτικός

faddishly => στη μόδα, faddish => μοντέρνο, faddily => παροδικά, fadaise => μαλακίες, fad diet => Μοντέρνα διατροφή,