Greek Meaning of faddist
λάτρης της μόδας
Other Greek words related to λάτρης της μόδας
- εθισμένος
- συνήγορος
- λάτρης
- απόστολος
- μπάφερ
- Σφάλμα
- σταυροφόρος
- αφοσιωμένος
- ενθουσιώδης
- Ευαγγελιστής
- ανεμιστήρας
- φανατικός
- Πιο κομψό
- δαίμονας
- τέρας
- τακτικός θαμώνας
- κυνηγόσκυλο
- ιδεολόγος.
- ιδεολόγος
- ναρκωμανής
- κακής ποιότητας
- εραστής
- Μανιακός
- μαχητής
- Παξιμάδι
- μεροληπτικός
- σταθερός
- οπαδός
- Ζηλωτής
- λάτρης
- θαμώνας
- υποστηρικτής
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- λατρευτής
- μαθητής
- Ακόλουθος
- παράσιτο
- κεφάλι
- Ιδεαλιστής
- εμπειρογνώμονας
- ειδικός
- αντάρτης
- προστάτης
- προωθητής
- φλογερός
- οραματιστής
- Λάτρης
- Γνήσιος πιστός
- ακτιβιστής
- ονειροπόλος
- Iдолизер
- Ρίζα
- Ευεργέτης
Nearest Words of faddist
Definitions and Meaning of faddist in English
faddist (n)
a person who subscribes to a variety of fads
FAQs About the word faddist
λάτρης της μόδας
a person who subscribes to a variety of fads
εθισμένος,συνήγορος,λάτρης,απόστολος,μπάφερ,Σφάλμα,σταυροφόρος,αφοσιωμένος,ενθουσιώδης,Ευαγγελιστής
ερασιτέχνης,Δilletant,μη στρατιωτικός
faddishly => στη μόδα, faddish => μοντέρνο, faddily => παροδικά, fadaise => μαλακίες, fad diet => Μοντέρνα διατροφή,