Greek Meaning of fancier
Πιο κομψό
Other Greek words related to Πιο κομψό
- ενθουσιώδης
- ανεμιστήρας
- εραστής
- εθισμένος
- Θαυμάστρια
- λάτρης
- μπάφερ
- Σφάλμα
- συλλέκτης
- αφοσιωμένος
- ειδικός
- φανατικός
- δαίμονας
- τέρας
- φίλος
- τακτικός θαμώνας
- κυνηγόσκυλο
- ναρκωμανής
- κακής ποιότητας
- Μανιακός
- εμπειρογνώμονας
- Παξιμάδι
- Υποστηρικτής
- οπαδός
- λάτρης
- θαμώνας
- οπαδός
- συνήγορος
- ερασιτέχνης
- απόστολος
- αυθεντία
- υποστηρικτής
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- γνώστης
- μετατρέπω
- λατρευτής
- Δilletant
- μαθητής
- Ευαγγελιστής
- εκθέτης
- λάτρης της μόδας
- Ακόλουθος
- θαυμαστής
- παράσιτο
- κεφάλι
- ειδικός
- μεροληπτικός
- προστάτης
- προωθητής
- Λάτρης
- Ζηλωτής
Nearest Words of fancier
Definitions and Meaning of fancier in English
fancier (n)
a person having a strong liking for something
fancier (n.)
One who is governed by fancy.
One who fancies or has a special liking for, or interest in, a particular object or class or objects; hence, one who breeds and keeps for sale birds and animals; as, bird fancier, dog fancier, etc.
FAQs About the word fancier
Πιο κομψό
a person having a strong liking for somethingOne who is governed by fancy., One who fancies or has a special liking for, or interest in, a particular object or
ενθουσιώδης,ανεμιστήρας,εραστής,εθισμένος,Θαυμάστρια,λάτρης,μπάφερ,Σφάλμα,συλλέκτης,αφοσιωμένος
γκρινιάρης,κριτικός,Κριτικός,μειωτής,μη φανατικός,μη θαυμαστής
fancied => σκέφθηκε, fanatism => φανατισμός, fanaticizing => φανατίζοντας, fanaticized => Φανατισμένος, fanaticize => εξιδανικεύω,