Greek Meaning of fancify

στολίζω

Other Greek words related to στολίζω

Definitions and Meaning of fancify in English

Wordnet

fancify (v)

make more beautiful

FAQs About the word fancify

στολίζω

make more beautiful

στολίζω,διακοσμώ,Πίνακας,Ομορφαίνω,διακοσμώ,έμβλημα,επιτραχήλιο,Κατάστρωμα,κάνω,Δραπέτο

Αμαύρωσι,παραμορφώνω,Οθόνη,εκθέτω,ουλή,αποκαλύπτω,ουλή,απλοποιήστε,χαλάω,βελτιστοποιώ

fancifully => ιδιότροπα, fanciful => Φαντασιώδης, fancies => φαντασιώσεις, fancier => Πιο κομψό, fancied => σκέφθηκε,