Greek Meaning of fancifully
ιδιότροπα
Other Greek words related to ιδιότροπα
- παράλογο
- παράξενος/η
- Φανταστικός
- τρελός
- απίθανος
- τρελός
- περίεργος
- φανταστικός
- γκροτέσκο
- απίστευτο
- απίστευτος
- ανοησία
- μονός
- περίεργος
- γελοίο
- περίεργο
- περίεργος
- Άγρια
- ονειρικός
- εκκεντρικός
- εξωφρενικός
- φαρσικός
- πολύ μακριά
- αστείο
- αδιανόητο
- σγουρός
- παράξενος
- παράξενος
- αστείος
- εφιαλτικός
- μακριά από τον δρόμο
- εκκεντρικός
- γραφικό
- κουίρ
- εκκεντρικός
- τρελός
- σουρεαλιστικός
- απίστευτος
- αδιανόητος
- αδιανόητος
- τρελός
- τέλος
- περίεργος
- Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων
- Παράξενος
- παράξενος
- Εκκεντρικός
Nearest Words of fancifully
Definitions and Meaning of fancifully in English
fancifully (r)
in a fanciful manner
FAQs About the word fancifully
ιδιότροπα
in a fanciful manner
παράλογο,παράξενος/η,Φανταστικός,τρελός,απίθανος,τρελός,περίεργος,φανταστικός,γκροτέσκο,απίστευτο
λογικός,ρεαλιστικός
fanciful => Φαντασιώδης, fancies => φαντασιώσεις, fancier => Πιο κομψό, fancied => σκέφθηκε, fanatism => φανατισμός,