Greek Meaning of grotesque
γκροτέσκο
Other Greek words related to γκροτέσκο
- σκληρός
- ενοχλητικός
- δυνατός
- αντιαισθητικός
- δυσάρεστος
- οξύ
- παράξενος/η
- χτυπητός
- φανταχτερός
- φανταχτερός
- σίτα
- μη καλλιτεχνικός
- άσεμνος
- μονός
- αποκρουστικός
- απωθητικός
- κολλώδης
- άνοστος
- φανταχτερός
- Δυσάρεστος
- χυδαίος
- ατέχναστος
- αδέξιος
- ακατέργαστος
- δυσάρεστος
- ασύμφωνος
- δυσάρμοστος
- δυσαρμονικός
- άχαρος
- αηδιαστικός
- άκομψος
- δυσαρμονικός
- ταρακούνημα
- σγουρός
- εκκεντρικός
- κουρελιασμένος
- βραχνός
- θορυβώδης
- Αγενής
- συγκλονιστικό
- αναντίζητος
- αγενής
- Ακαλλιέργητος
- άμουσος
- δυσμουσικός
- Ακατέργαστος
- αισθητικός
- επινοητικός
- καλλιτεχνικός
- ελκυστικός
- όμορφος
- αισθητικός
- αισθητικός
- ευχάριστος
- ελκυστικός
- γινόμενος
- όμορφο
- ελπιδοφόρος
- κομψός
- αισθητικός
- χαρούμενος
- καλός
- χαριτωμένος
- αρμονικός
- ευχάριστος
- κατευναστικός
- ήρεμος
- καταπραϋντικός
- μορφωμένος
- φιλεύσπλαχνος
- εναρμονιστική
- γυαλισμένο
- εκλεπτυσμένος
- πρέπουσα
- μαλακωμένο
- Γεύση
Nearest Words of grotesque
Definitions and Meaning of grotesque in English
grotesque (n)
art characterized by an incongruous mixture of parts of humans and animals interwoven with plants
grotesque (s)
distorted and unnatural in shape or size; abnormal and hideous
ludicrously odd
grotesque (n.)
A whimsical figure, or scene, such as is found in old crypts and grottoes.
Artificial grotto-work.
FAQs About the word grotesque
γκροτέσκο
art characterized by an incongruous mixture of parts of humans and animals interwoven with plants, distorted and unnatural in shape or size; abnormal and hideou
σκληρός,ενοχλητικός,δυνατός,αντιαισθητικός,δυσάρεστος,οξύ,παράξενος/η,χτυπητός,φανταχτερός,φανταχτερός
αισθητικός,επινοητικός,καλλιτεχνικός,ελκυστικός,όμορφος,αισθητικός,αισθητικός,ευχάριστος,ελκυστικός,γινόμενος
grotesgue => γκροτέσκ, grote => μεγάλη, grosz => γρόσι, grossulin => Γροσσουλαρίτης, grossulariaceae => Γροσουλαριίδες,