Greek Meaning of jolting

ταρακούνημα

Other Greek words related to ταρακούνημα

Definitions and Meaning of jolting in English

Wordnet

jolting (a)

causing or characterized by jolts and irregular movements

FAQs About the word jolting

ταρακούνημα

causing or characterized by jolts and irregular movements

εκπληκτικός,συγκλονιστικό,Εντυπωσιακός,εκπληκτικός,εκπληκτικό,εκπληκτικός,Εκπληκτικός,καταπληκτικός,συναρπαστικός,εκπληκτικό

κοινός,συνήθης,καθημερινό,φυσιολογικός,συνηθισμένος,τυπικός,αναπάντεχο,συνήθης,ασήμαντος,μέτριος

jolthead => πεισματάρης, jolter => αναταράκτης, jolted => τράνταγμα, jolt => σκούντημα, jolson => Τζόλσον,