Greek Meaning of befuddling

συγκεχυμένος

Other Greek words related to συγκεχυμένος

Definitions and Meaning of befuddling in English

befuddling

confuse, perplex, to muddle or stupefy with or as if with drink, to dull the senses of with or as if with too much drink, confuse sense 1a, perplex

FAQs About the word befuddling

συγκεχυμένος

confuse, perplex, to muddle or stupefy with or as if with drink, to dull the senses of with or as if with too much drink, confuse sense 1a, perplex

απογοητευτικό,ενοχλητικός,συγκεχυμένος,Αμήχανος,ανησυχητικός,αποθαρρυντικός,ακατανόητος,μπερδεμένος,αναστατωτικός,καταπληκτικός

κοινός,συνήθης,καθημερινό,φυσιολογικός,συνηθισμένος,τυπικός,αναπάντεχο,συνήθης,ασήμαντος,μέτριος

befuddlements => μπερδεμένες, befriends => γίνεται φίλος, befits => αρμόζει, beetles => σκαθάρια, bee's knees => Το γόνατο της μέλισσας,