Greek Meaning of noticeable

αισθητός

Other Greek words related to αισθητός

Definitions and Meaning of noticeable in English

Wordnet

noticeable (a)

capable or worthy of being noticed

Wordnet

noticeable (s)

capable of being detected

Webster

noticeable (a.)

Capable of being observed; worthy of notice; likely to attract observation; conspicous.

FAQs About the word noticeable

αισθητός

capable or worthy of being noticed, capable of being detectedCapable of being observed; worthy of notice; likely to attract observation; conspicous.

επιτακτικός,εμφανής,δραματικός,εντυπωσιακός,σημαδεμένος,εξέχων,προφέρεται,αξιοσημείωτος,εντυπωσιακός,συναρπαστικός

Αδύναμος,κρυμμένος,διακριτικός,ασήμαντος,λεπτός,απαρατήρητος,Διακριτικός,ασήμαντος,κρυμμένο,αχνός

noticeability => εμφανισιμότητα, notice board => Πίνακας ανακοινώσεων, notice => ειδοποίηση, nothosauria => Νόθοσαύρια, nothosaur => Νόθοσαυρος,