Greek Meaning of observable

παρατηρήσιμος

Other Greek words related to παρατηρήσιμος

Definitions and Meaning of observable in English

Wordnet

observable (s)

capable of being seen or noticed

Webster

observable (a.)

Worthy or capable of being observed; discernible; noticeable; remarkable.

FAQs About the word observable

παρατηρήσιμος

capable of being seen or noticedWorthy or capable of being observed; discernible; noticeable; remarkable.

αισθητός,ορατός,οπτικός,φαινομενικός,σαφής,Ανιχνεύσιμο,διακριτός,προφανής,αντιληπτό,ορατός

Εξαφανίστηκε,διαλυμένος,αόρατος,εξαφανίστηκε,Αδύναμος,κρυμμένος,ανεπαίσθητος,διακριτικός,ασαφής,ασήμαντος

obsequy => κηδεία, obsequiousness => δουλοπρέπεια, obsequiously => υποτακτικά, obsequious => υποτακτικός, obsequies => κηδεία,