Greek Meaning of viewable

ορατό

Other Greek words related to ορατό

Definitions and Meaning of viewable in English

Wordnet

viewable (s)

capable of being viewed

FAQs About the word viewable

ορατό

capable of being viewed

φαινομενικός,σαφής,εμφανής,εμφανής,φανερός,παρατηρήσιμος,προφανής,Φανερός, Άδηλος,αντιληπτός,εξέχων

Εξαφανίστηκε,διαλυμένος,αόρατος,εξαφανίστηκε,εξατμισμένος,Αδύναμος,κρυμμένος,ανεπαίσθητος,διακριτικός,ασαφής

view finder => Εικονοσκόπιο, view as => Προβολή ως, view angle => οπτική γωνία, view => προβολή, vietnamese monetary unit => Νομισματική μονάδα του Βιετνάμ,